τρυφερόκαρδος

τρυφερόκαρδος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει τρυφερή καρδιά, ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. καλό-καρδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρυφερόκαρδος — η, ο που έχει τρυφερή καρδιά, ευαίσθητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”